- χοιρόλαιμος
- ο, Ν(κτην.) ασθένεια τού στόματος τών χοίρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + λαιμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Αθηναϊκή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek